απότακτος

απότακτος
η , ο [ος , ον ] воен, разжалованный и демобилизованный (за провинность)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απότακτος" в других словарях:

  • ἀποτακτός — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότακτος — set apart for a special use masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότακτος — (AM ἀπότακτος, ον) [αποτάσσω] νεοελλ. (για αξιωματικό ή μόνιμο υπαξιωματικό) αυτός που έχει τιμωρηθεί με απόταξη αρχ. μσν. ορισμένος, καθορισμένος II αρχ. 1. τοποθετημένος παράμερα, φυλαγμένος για ορισμένη χρήση 2. απομονωμένος για τιμωρία …   Dictionary of Greek

  • απότακτος — ο αξιωματικός που τέθηκε σ απόταξη (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτακτόν — ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτακτά — ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότακτον — set apart for a special use neut nom/voc/acc sg ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc sg ἀπότακτος set apart for a special use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀποτάκτους — ἀποτάκτους , ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτάκτοις — ἀπότακτον set apart for a special use neut dat pl ἀπότακτος set apart for a special use masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»